- ποδοκάκαις
- ποδοκάκηfem dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καρπόδεσμα — καρπόδεσμα, έσμων, τὰ (Α) τα δεσμά τών καρπών τών χεριών («καρπόδεσμά τε αὐτῶ περιθεὶς καὶ περιδέραιον ἐν ποδοκάκαις», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (II) + δεσμά < δέω (II) «δένω»] … Dictionary of Greek